- ασσυριακός
- -ή, -ό (Μ ἀσσυριακός, -ή, -όν)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ασσυρία ή στους Ασσυρίους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασσυριακός — ή, ό αυτός που ανήκει στην Ασσυρία ή στους Ασσυρίους: Ο ασσυριακός πολιτισμός νωρίς αναμείχτηκε με το βαβυλωνιακό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… … Dictionary of Greek
νεοασσυριακή — η [ασσυριακός] γλωσσ. ακκαδική διάλεκτος που χρησιμοποιήθηκε στην Ασσυρία μετά το 1000 π.Χ … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek